ημιασσαριον

ημιασσαριον
    ἡμιασσάριον
    ἡμι-ασσάριον
    (ᾰρ) τό пол-асса (лат. semissis) Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ημιασσαριον" в других словарях:

  • ημιασσάριον — ἡμιασσάριον, τὸ (Α) το ήμισυ ασσάριο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ασσάριο «ρωμαϊκό νόμισμα»] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιασσαρίου — ἡμιασσάριον half as neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»